ἔσχεθον

ἔσχεθον
ἔσχεθον, v. sub ἔχω.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἔσχεθον — σχέθω% 2 aor ind act 3rd pl σχέθω% 2 aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχέθω — Α (αμάρτυρος τ. που κατά τους γραμματικούς είναι δ.τ. τού ρ. ἔχω) 1. κρατώ κάτι στερεά 2. ἔχω 3. αναχαιτίζω, συγκρατώ, σταματώ 4. αντέχω, βαστώ («μέγα δ ἀμφὶ πύλαι μύκον, οὐδ ἄρ ὀχῆες ἐσχεθέτην», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μαρτυρείται στον αόρ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”